ΧΩΡΙΣΜΟΣ – ΠΩΣ ΚΑΤΑΝΕΜΕΤΕ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ – ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ
Καταρχήν, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως κάθε προικοσύμφωνο έγγραφο και κάθε σύμβαση παρόμοιας φύσης, το κύρος των οποίων διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, και με τις οποίες αναλαμβάνεται υποχρέωση όπως αιτία γάμου παρασχεθεί περιουσία σε μελλόνυμφους ή σε κάθε ένα ξεχωριστά από αυτούς, είναι άκυρες.
Για τους σκοπούς ερμηνείας της διάταξης αυτής, διευκρινίζεται πως “προίκα” σημαίνει περιουσία που δίδεται από τον ένα των συζύγων ή μελλόντων συζύγων ή από τρίτο πρόσωπο χάριν του ενός των συζύγων ή του ενός των μελλόντων συζύγων στον άλλο σύζυγο ή, ανάλογα με την περίπτωση, στον άλλο μέλλοντα σύζυγο, με αντάλλαγμα την τέλεση γάμου, και “προικοσύμφωνο” σημαίνει συμφωνία για την παροχή προίκας.
Συνεπώς, τα προγαμιαία συμβόλαια είναι άκυρα με βάση το Κυπριακό Δίκαιο.
Οι σύζυγοι μπορούν, εάν επιθυμούν, να διευθετήσουν τις περιουσιακές τους διαφορές με έγγραφη συμφωνία.
Η λέξη «περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους. «Σύζυγος» σημαίνει τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ άνδρα και γυναίκας ως αποτέλεσμα γάμου αναγνωρισμένου από την πολιτεία.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του σχετικού νόμου, ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων.
Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία ή με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο αιτίες.
Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα. Πρόσωπο το οποίο παρέχει ψευδείς, ανακριβείς ή μη πλήρεις πληροφορίες, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.
Σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.
Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας.
Σε περίπτωση μεταβίβασης ιδιοκτησίας μεταξύ προσώπων που ήταν σύζυγοι και που ο γάμος τους έχει λυθεί, εφόσον προβλέπεται σε διάταγμα ή σε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επιλύονται ή διευθετούνται οι οποιεσδήποτε μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές, χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τελών και δικαιωμάτων, δυνάμει του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου.
Η προβλεπόμενη αξίωση, ανάμεσα σε άλλα, παραγράφεται τρία χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου.
Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα.
Το Δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει στον ενάγοντα σύζυγο οποιοδήποτε ποσό ή να μειώσει το ποσό το οποίο αυτός θα εδικαιούτο με βάση το ίδιο άρθρο, αν αυτός:
(α) Έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία του άλλου συζύγου
(β) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία τέκνου του άλλου συζύγου
(γ) έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον άλλο σύζυγο ή σε τέκνο του
(δ) εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία το σύζυγο ή παρέλειψε να τον συντηρεί
(ε) συμπεριφέρθηκε προς τον άλλο σύζυγο ή τα τέκνα του κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρό ή ανήθικο.
Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έναντι του ενάγοντα συζύγου συμπεριφορά του άλλου συζύγου.