Διατάγματα αποζημίωσης
Τα Δικαστήρια έχουν εξουσία επιπρόσθετα των ποινών που επιβάλλουν, να εκδίδουν και διάταγμα αποζημίωσης σε οποιοδήποτε πρόσωπο υπέστη βλάβη από τις ενέργειες του κατηγορούμενου. Το ύψος της αποζημίωσης που δύναται να διαταχθεί είναι μέχρι €10.000 για το Κακουργιοδικείο και μέχρι €6.000 για το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Το διάταγμα αποζημίωσης αφορά αποκλειστικά και μόνο την απώλεια ή ζημιά που υπέστη ο παραπονούμενος συνέπεια αξιόποινης πράξης του κατηγορούμενου. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το ποινικό δίκαιο ποινικοποιεί και τιμωρεί συγκεκριμένες πράξεις και γι’ αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από τον παραπονούμενο για αποκόμιση οφέλους μέσω της τιμωρίας του κατηγορούμενου για διαφορές αστικής φύσεως.
Το διάταγμα αποζημίωσης, προκειμένου να εκδοθεί από το Δικαστήριο, θα πρέπει αυτό να έχει συμφωνηθεί μεταξύ του κατηγορούμενου και του παραπονούμενου και το ποσό θα πρέπει να είναι συγκεκριμένο.
Σε υπόθεση του το Εφετείο ακύρωσε το διάταγμα καταβολής αποζημίωσης που είχε εκδώσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, διότι δεν καθοριζόταν σε αυτό, όπως θα έπρεπε, το ακριβές ποσό αλλά αντίθετα αφηνόταν στις αρμόδιες αρχές κατόπιν συνεννοήσεως να εξακριβωθούν τα ακριβή ποσά τα οποία παρέμειναν οφειλόμενα μετά την αφαίρεση του ανευρεθέντος μέρους των κλοπιμαίων, μια διαδικασία που δεν προβλέπεται από το Νόμο.
Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε περίπτωση πως ο κατηγορούμενος δυνατόν να μην βρίσκεται σε θέση να πληρώσει το ποσό της αποζημίωσης ενόσω αυτός βρίσκεται υπό κράτηση. Το Εφετείο σε απόφαση του, το 2015, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκδόθηκε διάταγμα αποζημίωσης ταυτόχρονα με την επιβολή ποινής φυλάκισης. Ορθά ενήργησε το Εφετείο όπου διέταξε όπως το διάταγμα αποζημίωσης αρχίζει 3 μήνες μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου.
Σε μία άλλη υπόθεση απαντήθηκε το ερώτημα τι θα γινόταν σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος αποφυλακιζόταν και δεν κατάβαλε ακολούθως την αποζημίωση που απαιτείτο. Το δικαστήριο ανέφερε πως σε περίπτωση που η αποζημίωση δεν πληρωνόταν, ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να εκτίσει περαιτέρω ποινή φυλάκισης.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η αποζημίωση των θυμάτων της εγκληματικής πράξης του κατηγορούμενου έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας ο οποίος μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο προς όφελος του κατηγορούμενου για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Η αποζημίωση από τον κατηγορούμενο ακόμα και μετά την επιβολή της ποινής έχει αναγνωριστεί από την νομολογία ως μετριαστικός παράγοντας. Αξίζει να σημειωθεί πως, υπήρξαν περιπτώσεις όπου αν και υπήρξε αποζημίωση, το Εφετείο έδωσε περιορισμένη βαρύτητα. Ακόμη, το Εφετείο έχει αναγνωρίσει και την πρόθεση του κατηγορούμενου να αποζημιώσει τον παραπονούμενο ως μετριαστικό παράγοντα.
Τονίζεται πως η τυχόν έκδοση διατάγματος αποζημίωσης χωρίς την συναίνεση του κατηγορούμενου θα μπορούσε μελλοντικά να δημιουργήσει ζητήματα αρνητικά για την θέση του κατηγορούμενου όπως να του δημιουργηθούν εμπόδια στην προβολή της υπεράσπισης του σε περίπτωση που ο παραπονούμενος προχωρήσει με αστικά μέτρα, υφίσταται το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να μην είναι σε θέση να καταβάλει την αποζημίωση λόγω αδυναμίας, με αποτέλεσμα επί της ουσίας η ποινή φυλάκισης που στο τέλος θα εκτίσει να είναι υπερβολική σε σχέση με την σοβαρότητα του αδικήματος, ενδεχόμενο κωλύωμα του κατηγορούμενου στην προώθηση τυχόν έφεσης κατά της καταδίκης του κτλ.
Ωστόσο, σε τέτοια περίπτωση καταβολής αποζημίωσης, ο παραπονούμενος θα περιοριστεί να προβάλει περαιτέρω αξιώσεις εναντίον του κατηγορούμενου σε περίπτωση που λάβει αστικά μέτρα, εφόσον το διάταγμα αποζημίωσης, όπως προαναφέρεται, θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί μεταξύ του κατηγορούμενου και του παραπονούμενου.